Η υπεραπόδοση της οικονομίας, μπορεί να μην αποτυπώνεται πια στο σύνολό της σε μειώσεις φόρων ή άσκηση κοινωνικής πολιτικής, αλλά βοηθά σίγουρα στην μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο μειώθηκε το 2024 κατά 10,3 % του ΑΕΠ αλλά και κατά 5 δισ. ευρώ ως απόλυτο μέγεθος σε σχέση με το 2023.
Συγκεκριμένα, το μικτό χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υποχώρησε στα τέλη του 2024 στο 153,6% του ΑΕΠ από 163,9% που ήταν στα τέλη του 2023, ενώ ως απόλυτο μέγεθος μειώθηκε στα 364 δις ευρώ από 369 δις ευρώ στο τέλος του 2023.
Αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος από το υπερπλεόνασμα των 7 δις ευρώ για το 2024 πλήρωσε μέρος από το κεφάλαιο του χρέους. Ανάλογη συνέχεια, αναμένεται για το 2026 και το 2027, με την βοήθεια επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις προβλέψεις να θέλουν μείωση του χρέους κατά τουλάχιστον 25% του ΑΕΠ μέχρι και το 2028.
Ως γνωστό, η Ελλάδα, μετά και το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, έχει επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο να "παράγει" πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% του ΑΕΠ για δεκαετίες, ώστε να μειώνεται σταθερά το δημόσιο χρέος της. Η υιοθέτηση των νέων δημοσιονομικών κανόνων από το 2024 άλλαξε τις προτεραιότητες. Με την εισαγωγή της αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών ως βασικό δημοσιονομικό κριτήριο, άλλαξε και η χρήση των υπερπλεονασμάτων.
Ενώ μέχρι και το 2023, με τους παλιούς δημοσιονομικούς κανόνες, το κάθε κράτος μέλος είχε την δυνατότητα ξεπερνώντας ένα στόχο πλεονάσματος να διαθέσει την υπέρβαση ανάλογα με τις ανάγκες του, με το νέο σύμφωνο υπάρχουν περιορισμοί.
Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλότερο του στόχου είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, το κράτος μέλος είναι ελεύθερο να χρησιμοποιήσει από το υπερπλεόνασμα του μόνο 0,3% του ΑΕΠ. Εξαίρεση αποτελεί το ενδεχόμενο υψηλότερου πλεονάσματος, το οποίο προήλθε από νέα έσοδα με μέτρα τα οποία θεσμοθετήθηκαν από το κράτος μέλος.
Όπως ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα, με την υιοθέτηση των μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, από την οποία έχουν βεβαιωθεί νέα έσοδα ύψους 3,9 δις ευρώ για το σύνολο του 2024 και για το 2025 από την αρχή του χρόνου μέχρι και το τέλος Αυγούστου.
Τι γίνεται τώρα με τα μεγάλα πλεονάσματα
Με τους νέους κανόνες, το μέρος από τα υπερπλέονάσματα το οποίο δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις σε μέτρα ελάφρυνσης, θα πρέπει ή να διατηρηθεί ως κεφάλαιο για μελλοντικές κακές χρονιές, είτε - σε περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών όπως η Ελλάδα - να διατεθεί για να αποπληρωθεί χρέος.
Στον τομέα του χρέους, η Ελλάδα έχει να εκμεταλλευτεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό προφίλ χρέους με μέση διάρκεια πάνω από τα 18,5 χρόνια, πολύ χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης που δεν ξεπερνούν τα 8-9 δις ευρώ το χρόνο και ένα τεράστιο απόθεμα ταμειακών διαθέσιμων, το οποίο ξεπερνά τα 40 δις ευρώ.
Σε όλα αυτά έρχονται πλέον να προστεθούν και τα υπερπλεονάσματα, τα οποία ξεκίνησαν από τα 11,4 δις του 2024 και θα συνεχιστούν και φέτος. Το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να ξεπεράσει τον στόχο κατά περίπου 2 δισ. ευρώ και το 2027 που θα έχουμε τις "ουρές του ΤΑΑ.
Ταυτόχρονα, τουλάχιστον μέχρι και το 2027, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να συνεχίσει η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμούς πολλαπλάσιους από αυτούς της ΕΕ. Η - σχεδόν αναγκαστική - μείωση του χρέους με την χρήση της υπεραπόδοσης της οικονομίας, θα φέρει το χρέος κοντά στο 120% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του 2028, από 147,6% του ΑΕΠ, όπου αναμένεται να βρεθεί στο τέλος του 2025.
Τάσος Δασόπουλος (Αναδημοσίευση από Capital.gr)
Add comment
Comments