Ο ένας έχει χάσει σε πέντε εκλογικές αναμετρήσεις από τον Μητσοτάκη, όμως εμφανίζεται ως ο μόνος που είναι ικανός να τον κερδίσει στις επόμενες εκλογές. Θα μου πείτε, έχει τους λόγους του. Το βιβλίο του λένε ότι πουλάει καλά και στην παρουσίασή του συμμετείχαν πάνω από 2.000 ακροατές. Εξάλλου, όπως ο κ. Μητσοτάκης αισθάνεται ότι δεν έχει αντίπαλο που να απειλεί την κυριαρχία του, το ίδιο ισχύει και για τον κ. Τσίπρα. Στην παρουσίαση μάζεψε όλους τους φερέλπιδες στον εξώστη για να τους θυμίσει τον ρόλο τους. Τους θέλει για να τον ακούνε. Εξάλλου η ομιλία του ήταν αρκούντως στοχευμένη ώστε να αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Τον κ. Τσίπρα τον ενδιαφέρει η ηγεσία της Αριστεράς την οποία έχασε μαζί με τα άπλυτα και ελπίζει ότι αν την ξαναβρεί θα τον οδηγήσει στην πρωθυπουργία.
Ο κ. Ανδρουλάκης, που δεν έχει χάσει την ηγεσία του κόμματός του και έχει χάσει μία μόνον φορά από τον κ. Μητσοτάκη, υπόσχεται στους ψηφοφόρους του ότι αν έχει έστω και μία ψήφο παραπάνω στις εκλογές θα κάνει κυβέρνηση. Αυτό φαντάζομαι ότι προκαλεί απελπισία σε όσους μέσα στο κόμμα του διατηρούν σώας τας φρένας, όμως του ίδιου τού επιτρέπει να πιστεύει ότι θα γίνει πρωθυπουργός. Κοινώς, θα κερδίσει και τον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα.
Οχι, δεν ξεχνώ την κ. Κωνσταντοπούλου. Εκείνη δήλωσε ευθαρσώς πως προετοιμάζεται για την πρωθυπουργία. Τι εννοεί άραγε; Διαβάζει τα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ, ενδεχομένως και κάποια βιογραφία του Περικλή και αργά τη νύχτα, αντί να μετράει προβατάκια για να την πάρει ο ύπνος μετράει υπουργούς. Οχι ποιον θα βάλει σε ποιο υπουργείο, αλλά ποιον θα πετάξει στον δρόμο πρώτον, αφού του δώσει κάποιο υπουργείο. Αυτό βέβαια το είπε υπό την επήρεια της μέθης που της είχε προκαλέσει το μεγάλο συλλαλητήριο για τα Τέμπη, το οποίο είχε πάρει προσωπικά. Εκτοτε έχει ηρεμήσει κάπως. Τη βοηθάει και η συμμετοχή της στην επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Μια συλλογική ψυχοθεραπεία, της οποίας τα αποτελέσματα θα κριθούν μετά το πέρας των συνεδριάσεων.
Τρεις μέχρι στιγμής οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί και ένας ο κανονικός, ο Μητσοτάκης. Τις προάλλες δήλωσε έτοιμος για τη θέση και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Την ευκαιρία για να αποκαλύψει τα σχέδιά του του την έδωσε το βιβλίο του Τσίπρα. Προσωπικά δεν εξεπλάγην. Το περίμενα, αφού παλαιόθεν, πριν ακόμη γίνει υπουργός, θεωρούσα τον κ. Λαφαζάνη εθνική εφεδρεία. Εχει δε τις αρετές του ηγέτη. Ξέρει να περιμένει, δεν πτοείται από τις αντιξοότητες, ξέρει πότε πρέπει να επιτίθεται όπως στο Νομισματοκοπείο και πότε να υποκλίνεται όπως στο Κρεμλίνο.
Μπορεί να ανησυχούμε ότι οι επόμενες εκλογές δεν θα δώσουν αυτόνομη κυβέρνηση, ή έστω κυβέρνηση συνεργασίας, όμως προσωπικά με καθησυχάζει το γεγονός ότι δεν θα μας λείψουν οι πρωθυπουργοί. Και για να σοβαρευτούμε τώρα, όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες και οι πρωταγωνιστές τους. Ολοι αυτοί οι πρωθυπουργήσιμοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τον αντι-μητσοτακισμό και την επίκληση κάποιας Αριστεράς την οποία ερμηνεύει ο καθένας κατά βούληση. Τον αντι-μητσοτακισμό τον μοιράζονται με τη δεξιά αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Η επίκληση της Αριστεράς, όμως, είναι η «δική τους υπόθεση», αυτό που οι ίδιοι, παρά τις διαφορές τους, θεωρούν πως έχουν να προσφέρουν στον τόπο. Κοινό χαρακτηριστικό τους επίσης, συνυφασμένο με την επίκληση της Αριστεράς, είναι η αδυναμία τους να πείσουν ψηφοφόρους που θα τους επέτρεπαν να ξεφύγουν από τα όρια μιας φωνακλάδικης αλλά αδύναμης αντιπολίτευσης.
Ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του το εντόπισε με αρκετή καθαρότητα. Η σημερινή αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις συνθήκες του κοινωνικού διχασμού που θα της επέτρεπαν να στρέψει ένα μέρος της κοινωνίας εναντίον του υπολοίπου. Και χωρίς αυτήν την υπόθεση διχασμού και κοινωνικής σύγκρουσης, η Αριστερά δεν μπορεί παρά να περιορισθεί στον ρόλο μιας παράταξης διαμαρτυρίας. Μέσα από τον διχασμό γεννήθηκε ο εμφύλιος, τον διχασμό μετέφρασε στη δική του γλώσσα ο Ανδρέας Παπανδρέου χωρίζοντας τους Ελληνες σε προνομιούχους και μη, τον διχασμό μιμήθηκε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίζοντας την κοινωνία σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Εξ ου και η ανώμαλη σύμπραξή του με τον Καμμένο. Η κυριαρχία ενός κεντροδεξιού πολιτικού, όπως ο Μητσοτάκης, οφείλεται στην υπέρβαση του διχασμού.
Add comment
Comments