Από τη δημόσια τηλεόραση μέχρι το BBC, από το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων μέχρι το επαρχιακό μπλογκ, το κυρίαρχο αφήγημα για την εκλογική νίκη του Χοσέ Αντόνιο Καστ στη Χιλή ήταν σχεδόν μονοθεματικό: "επιστρέφει ο Πινοσέτ". Έχουμε όνομα για τέτοιες τεχνικές. Στη ρητορική λέγεται ad Hitlerum: όταν δεν απαντάς σε επιχειρήματα, προσπαθείς να κερδίσεις τη συζήτηση συνδέοντας τον αντίπαλο με τον Χίτλερ. Στη Χιλή είδαμε μια τοπική παραλλαγή: ad Pinochetum. Δεν κρίνεις έναν πολιτικό με βάση το πρόγραμμά του, αλλά με βάση τη χειρότερη ιστορική σκιά που μπορείς να του κρεμάσεις, ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να συζητήσεις σοβαρά τις μεταρρυθμίσεις που προτείνει.
Η επίθεση στον Καστ δεν βασίζεται σε όσα εκπροσωπεί σήμερα, αλλά σε ένα κατασκευασμένο πορτρέτο που φτιάχνεται με ενοχή διά συσχετίσεως και συχνές επισκέψεις στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ο Γερμανός πατέρας που πολέμησε στον Β' Παγκόσμιο, ο αδελφός που ήταν υπουργός του Πινοσέτ, οικογενειακές σκιές, παλιές φωτογραφίες, και μια ψήφος σε δημοψήφισμα. Όλα αυτά χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο πολιτικής κριτικής, γιατί είναι πιο βολικό να δαιμονοποιείς παρά να συζητάς. Μόνο που η νίκη του δεν ήρθε με σύνθημα "επιστροφή στο παρελθόν". Ήρθε με τρεις καθαρές υποσχέσεις που απαντούν σε πραγματικά, τωρινά προβλήματα: ασφάλεια στον δρόμο, ελευθερία στην οικονομία, έλεγχο στη μετανάστευση. Η Χιλή, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν από τις πιο ασφαλείς χώρες της περιοχής, βλέπει τα τελευταία χρόνια το αίσθημα της ανασφάλειας να ανεβαίνει και την πολιτική να ξαναγυρίζει σε θεμελιώδη ζητήματα τάξης.
Και ειδικά στο μεταναστευτικό, δεν μιλάμε για αφηρημένες ευαισθησίες. Η χώρα δέχθηκε μεγάλες ροές Βενεζουελάνων που εγκαταλείπουν το καθεστώς Μαδούρο και την κατάρρευση ενός αυταρχικού "σοσιαλιστικού πειράματος". Αυτή η πίεση δεν είναι μόνο αριθμοί. Είναι πίεση στις γειτονιές, τα σχολεία, τις υπηρεσίες, την αγορά εργασίας, και δυστυχώς και ένα πεδίο που το οργανωμένο έγκλημα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί, με συμμορίες που έχουν απασχολήσει έντονα τη δημόσια συζήτηση στη Χιλή. Όταν λοιπόν ένας υποψήφιος κερδίζει υποσχόμενος αυστηρότερη φύλαξη συνόρων, πιο αποφασιστική αστυνόμευση και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του κράτους, μπορεί να διαφωνείς μαζί του, αλλά δεν μπορείς να βαφτίζεις τη διαφωνία "επιστροφή στη δικτατορία" για να τελειώνει η άβολη κουβέντα.
Το μοτίβο είναι παλιό και αποδοτικό. Πρώτα κολλάς την ταμπέλα, μετά ακυρώνεις τη συζήτηση. Δεν χρειάζεται να αποδείξεις ότι ο άλλος είναι αυταρχικός. Αρκεί να τον παρουσιάσεις ως πιθανή απειλή, ώστε κάθε κουβέντα για μεταρρυθμίσεις να γίνεται αυτομάτως ύποπτη. Έτσι όποιος μιλάει για λιγότερο κράτος, πιο σκληρή αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, πιο φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές, δεν αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος μέσα στη δημοκρατία αλλά ως "παρέκκλιση" από την πολιτικά ορθή κανονικότητα. Το είδαμε με τον Μιλέι στην Αργεντινή. Το βλέπουμε με τη Μελόνι στην Ιταλία. Και το βλέπουμε κάθε φορά που οι πολίτες ψηφίζουν κάτι που δεν εγκρίνεται από το διεθνές κέντρο παραγωγής αφηγημάτων.
Εδώ έρχεται η ειρωνεία που αποκαλύπτει το διπλό μέτρο. Ο Καστ αντιμετωπίζεται σαν να είναι υποψήφιος πραξικοπηματίας, ενώ η αντίπαλός του, η Ζανέτ Χάρα, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό σε πολλές αναλύσεις αντιμετωπίστηκε σαν απλή πολιτική ταυτότητα, όχι σαν ιδεολογικό φορτίο. Στην καμπάνια της η ίδια μιλούσε με πραγματισμό και παρουσίαζε προτάσεις με σοσιαλδημοκρατικό περιτύλιγμα, κάτι που αρκετοί παρατηρητές περιέγραψαν ως προσπάθεια να καθησυχάσει το κέντρο. Πολύ ωραία. Τότε όμως ας ισχύσει το ίδιο και από την άλλη πλευρά: αν η Χάρα δικαιούται να κρίνεται από το πρόγραμμα που παρουσίασε το 2025 και όχι από τα πάμπολλα σκοτεινά κεφάλαια της ιδεολογικής της γενεαλογίας, τότε και ο Καστ δικαιούται να κρίνεται από το δικό του πρόγραμμα και όχι από τις σκιές τρίτων.
Το ίδιο διπλό μέτρο υπάρχει και στο δεύτερο "απαγορευμένο" θέμα: την οικονομική πορεία της Χιλής μετά την επιστροφή στη δημοκρατία. Υπάρχει μια πραγματικότητα που επιμένει να χαλάει το τελετουργικό. Από το 1990 και μετά, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις διατήρησαν και ενίσχυσαν έναν προσανατολισμό προς την αγορά, με μακροοικονομική σταθερότητα και άνοιγμα στο εμπόριο, και αυτό συνέβαλε σε υψηλότερη ευημερία και εντυπωσιακή μείωση της φτώχειας σε βάθος χρόνου. Η αναγνώριση αυτής της πορείας δεν είναι ξέπλυμα. Είναι η στοιχειώδης διάκριση ανάμεσα στην ηθική καταδίκη ενός δικτάτορα και στην ψύχραιμη αξιολόγηση πολιτικών αποτελεσμάτων και θεσμικών επιλογών που επιβίωσαν, εξελίχθηκαν και εφαρμόστηκαν στη δημοκρατία. Η κρίση που περνά η χιλιανή κοινωνία τα τελευταία χρόνια σχετίζεται και με το γεγονός ότι η αριστερά θέλει να αποτινάξει όλα τα απομεινάρια της εποχής εκείνης, ακόμα και αυτά που αποδείχθηκαν ευεργετικά για τους πολίτες της Χιλής.
Για να καταλάβουμε πόσο ψευδεπίπλαστο είναι το τέχνασμα, αξίζει να θυμηθούμε ένα βασικό γεγονός της χιλιανής ιστορίας. Στις 5 Οκτωβρίου 1988 έγινε δημοψήφισμα για το αν ο Αουγκούστο Πινοσέτ, επικεφαλής της στρατιωτικής δικτατορίας, θα συνέχιζε ως πρόεδρος για οκτώ ακόμη χρόνια σε ένα πλαίσιο επιστροφής σε πολιτική διακυβέρνηση. Ο Καστ ψήφισε υπέρ του Πινοσέτ και δέχεται σκληρή κριτική για αυτό. Το "Όχι" κέρδισε με 56%, η 16ετής εξουσία του έκλεισε τον κύκλο της, και ακολούθησαν δημοκρατικές εκλογές το 1989, οι οποίες οδήγησαν σε νέα κυβέρνηση το 1990. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική νίκη του Καστ ήταν μεγαλύτερη από τη δημοκρατική ήττα του δικτάτορα. Ας ψάξουν λοιπόν αλλού για φαντάσματα οι καλοθελητές του κρατισμού.
Αλέξανδρος Σκούρας (αναδημοσίευση από Liberal)
Add comment
Comments