
Ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε τους όρους του: θέλει οι ευρωπαϊκές χώρες να επιβάλουν δασμούς 50% έως 100% στην Κίνα ως μέρος μιας κοινής στρατηγικής αντιμετώπισης της εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το αίτημα Τραμπ, που είχε ήδη διαρρεύσει στον Τύπο, έγινε επίσημη αμερικανική πολιτική όταν ο πρόεδρος το δημοσιοποίησε μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Στην "επιστολή" του, όπως την αποκάλεσε, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οι δασμοί στην Κίνα, σε συνδυασμό με την άμεση διακοπή όλων των αγορών ρωσικού πετρελαίου, θα ήταν "μεγάλο βήμα" στην κατεύθυνση τερματισμού "αυτού του θανατηφόρου αλλά και γελοίου πολέμου".
"Η Κίνα έχει ισχυρό έλεγχο, στο βαθμό της κυριαρχίας, πάνω στη Ρωσία, και αυτοί οι ισχυροί δασμοί θα σπάσουν αυτή την κυριαρχία," έγραψε.
Το εν λόγω αίτημα ήρθε εν μέσω αυξανόμενων προσπαθειών συντονισμού μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού για την ενίσχυση της οικονομικής πίεσης στο Κρεμλίνο και την αναγκαστική συμμετοχή του προεδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ συναντήθηκε με τον απεσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κυρώσεις, Ντέιβιντ Ο'Σάλιβαν, στην Ουάσινγκτον, και ο Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Κρις Ράιτ συναντήθηκε με τον Ύπατο Εκπρόσωπο Κατζά Κάλλας και τον Επίτροπο Ενέργειας Νταν Γιοργκένσεν στις Βρυξέλλες.
Την Παρασκευή, οι υπουργοί Οικονομικών των G7 είχαν μια τηλεφωνική συνομιλία με επίκεντρο τις κυρώσεις.
Αλλά το μήνυμα του Τραμπ διέψευσε τις όποιες ελπίδες ότι θα μπορούσε σύντομα να προκύψει ένα νέο κοινό μέτωπο.
Ενώ οι Βρυξέλλες εξέφρασαν ετοιμότητα να επιταχύνουν την απόσυρση των ρωσικών ορυκτών καυσίμων, αντεπδρασαν αποφασιστικά στο αίτημα για τους τριπλούς δασμούς.
"Οποιαδήποτε νέα μέτρα ανακοινωθούν στο 19ο πακέτο κυρώσεων θα είναι πλήρως σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες της ΕΕ, ιδιαίτερα με την πάγια αρχή ότι οι κυρώσεις μας δεν εφαρμόζονται extra-territorially," δήλωσε εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε ιδιωτικές συνομιλίες οι ευρωπαίοι διπλωμάτες ήταν πιο ειλικρινείς: "ούτε λόγος".
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους η ένωση δεν θα ακολουθήσει την ακραία προσέγγιση που πρότεινε ο Τραμπ.
Πρώτον, η ΕΕ διαχωρίζει τους δασμούς, ένα εργαλείο εμπορίου, και τις κυρώσεις, ένα εργαλείο εξωτερικής πολιτικής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που καθορίζει την εμπορική πολιτική για τα 27 κράτη μέλη, εισάγει δασμούς για να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αναταραχής στην αγορά, πιο συγκεκριμένα το αθέμιτο ανταγωνισμό. Αυτοί οι δασμοί βασίζονται γενικά στα αποτελέσματα μιας σε βάθος έρευνας που διαρκεί μήνες και συμμορφώνεται με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Ακόμα κι όταν η εκτελεστική επιτροπή πρότεινε υψηλούς δασμούς στα ρωσικά γεωργικά προϊόντα, που ενίσχυσαν το καθεστώς κυρώσεων, το έκανε υπό την προϋπόθεση της προστασίας των εγχώριων αγροτών από το πλεόνασμα παραγωγής της Μόσχας και τις παράνομες κατασχέσεις ουκρανικού σιταριού.
Αντιθέτως, ο Τραμπ δεν κάνει διάκριση μεταξύ δασμών και κυρώσεων. Για αυτόν, οι δασμοί είναι κυρώσεις – και το αντίστροφο.
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς για να επιτύχει ποικιλία στόχων, όπως το να αναγκάσει χώρες να κάνουν ετεροβαρείς συμφωνίες, να ενθαρρύνει τις αμερικανικές εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους πίσω στην πατρίδα, να αυξήσει τα έσοδα για το υπουργείο Οικονομικών, να καταδικάσει την Ινδία για την αγορά ρωσικού πετρελαίου και να κατακεραυνώσει την δικαστική υπόθεση του πρώην προέδρου της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο.
Νωρίτερα φέτος, ο Λευκός Οίκος ξεκίνησε έναν εκτενή εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, ο οποίος, στην κορύφωσή του, είδε τους δασμούς να εκτοξεύονται σε ποσοστά 145%, καθιστώντας το εμπόριο αδύνατο.
Νιώθοντας την πίεση, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε ανακωχή για να διαπραγματευτούν μια σταθερή συμφωνία. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ μείωσαν τους δασμούς τους στο 30%, πολύ χαμηλότερα από το 100% που αναμένει τώρα να επιβάλουν οι Ευρωπαίοι.
Η χαλαρή προσέγγιση του Τραμπ στους δασμούς έχει αμφισβητηθεί ευρέως, προκαλώντας μια νομική υπόθεση που τώρα θα εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και απειλεί να διαλύσει ολόκληρη την ατζέντα του.
"Η ΕΕ θα πρέπει να αποφύγει γενικευμένους δασμούς στην Κίνα της κλίμακας που προτείνει ο κ. Τραμπ. Τέτοια μέτρα θα υπονομεύσουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα και είναι πιο πιθανό να βλάψουν την ευρωπαϊκή οικονομία παρά να αποδυναμώσουν τη Ρωσία," δήλωσε ο Ένγκιν Έρογλου, Γερμανός ευρωβουλευτής που προεδρεύει της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις με την Κίνα.
Δεύτερον, η ΕΕ στερείται πολιτικής συναίνεσης για να αναλάβει μια τέτοια πρωτοφανή, ριζική επίθεση κατά της Κίνας, ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς της εταίρους.
Αν και τα κράτη μέλη τα τελευταία χρόνια έχουν σκληρύνει τη στάση τους απέναντι στο Πεκίνο, απογοητευμένα από τη βιομηχανική υπερπαραγωγή, τις κρατικές παρεμβάσεις και την παραποίηση πληροφοριών, ποτέ δεν βρέθηκαν στο ίδιο μονοπάτι αντιμετώπισης του θέματος.
Οι διαφορές ήρθαν στο προσκήνιο το 2024, όταν οι Βρυξέλλες πρότειναν δασμούς στα ηλεκτρικά οχήματα που κατασκευάζονται στην Κίνα, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις των επιδοτήσεων. Οι δασμοί, οι οποίοι κυμαίνονταν από 7,8% έως 35,3%, θεωρήθηκαν η δοκιμή της "de-risking" ατζέντας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Την ημέρα της τελικής απόφασης, 10 χώρες ψήφισαν υπέρ των μέτρων, 12 απείχαν και πέντε, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, ψήφισαν κατά.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ επανειλημμένα κατηγορεί την Κίνα ότι είναι ο ρυθμιστής/κλειδί στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μιας και προμηθεύει το 80% των εξαρτημάτων που απαιτούνται για την κατασκευή όπλων, ποτέ δεν προχώρησε δυναμικά για να περιορίσει τις εμπορικές της σχέσεις με τη χώρα της Άπω Ανατολής.
Το "Εργαλείο Αντικατάστασης", το οποίο μπορεί να απαγορεύσει την πώληση, προμήθεια και μεταφορά ευαίσθητων αγαθών και τεχνολογίας σε οποιαδήποτε χώρα που υποψιάζεται ότι βοηθά τη μηχανή πολέμου του Κρεμλίνου, παραμένει αδρανές από την εισαγωγή του πριν δύο χρόνια.
Το εργαλείο, που ουσιαστικά συνιστά δευτερεύουσες κυρώσεις, απαιτεί την ομοφωνία όλων των 27 κρατών μελών.
Αντίθετα, η ΕΕ επέλεξε να βάλει στη μαύρη λίστα έναν επιλεγμένο αριθμό οντοτήτων με έδρα την ηπειρωτική Κίνα και το Χονγκ Κονγκ. Η μετάβαση από αυτή την αποσπασματική προσέγγιση σε 100% δασμούς από τη μια μέρα στην άλλη θα ήταν απίθανη, τουλάχιστον.
Η Κίνα είναι γνωστή για τη σκληρή στάση της σε οποιαδήποτε ξένη απόφαση που θεωρεί επιβλαβή για τα εθνικά της συμφέροντα. Στην περίπτωση των ηλεκτρικών οχημάτων, το Πεκίνο άνοιξε έρευνες για τις εισαγωγές χοιρινού, γαλακτοκομικών και κονιάκ από την ΕΕ, τις οποίες οι Βρυξέλλες απέρριψαν ως αδικαιολόγητες.
Το άνοιξη, η Κίνα προχώρησε περαιτέρω περιορίζοντας τις εξαγωγές επτά σπάνιων γαιών που είναι ζωτικής σημασίας για τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, της ενέργειας, της τεχνολογίας και της άμυνας. Η κίνηση αυτή συνέπεσε με τους "αντισταθμιστικούς" δασμούς του Τραμπ, αλλά είχε παγκόσμια επίδραση.
Η φον ντερ Λάιεν καταδίκασε τους περιορισμούς ως "εκβιασμό" και τελικά διαπραγματεύτηκε μια λύση για να προσφέρει ανακούφιση στη βιομηχανία της Ευρώπης. Παρόλα αυτά, η επίδειξη δύναμης ταρακούνησε τις πρωτεύουσες, που παρατήρησαν πόσο εύκολα μπορεί το Πεκίνο να προκαλέσει οικονομικό πόνο με μια υπογραφή.
Ακολουθώντας την πρόταση του Τραμπ, η Κίνα δεν άργησε να προειδοποιήσει εκείνους που ενδέχεται να σκεφτούν την ιδέα των 100% δασμών: κάντε το με δική σας ευθύνη.
"Αν τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα της Κίνας ζημιωθούν, η Κίνα θα λάβει αποφασιστικά αντίμετρα για να προστατεύσει την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα αναπτυξιακά της συμφέροντα," δήλωσε τη Δευτέρα ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Λιν Τζιάν.
Με οικονομική στασιμότητα στο εσωτερικό και εμπορικές εντάσεις στο εξωτερικό, το εν δυνάμει μπλοκ είναι απίθανο να βρει το θάρρος για μια τέτοια πολιτική υψηλής έντασης, ιδιαίτερα δεδομένου του ιστορικού του Τραμπ, που θα μπορούσε να αφήσει τους Ευρωπαίους εκτεθειμένους.
"Ο μαξιμαλισμός των απαιτήσεων του Τραμπ αποδεικνύουν ότι απλά δεν αντιμετωπίζει σοβαρά την επιβολή οικονομικής πίεσης στη Ρωσία. Οι κατά καιρούς προθεσμίες που θέτει, συνήθως περνάνε χωρίς καμία συνέπεια," δήλωσε η Μάγια Σάγκινα, ανώτερη συνεργάτης του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS), στο Euronews.
"Κάνοντας τις κυρώσεις των ΗΠΑ να εξαρτώνται από τη συμμετοχή όλων των χωρών του ΝΑΤΟ, το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι τελικά δεν θα συμβεί τίποτα."
Jorge Liboreiro (Αναδημοσίευση από Euronews)
Επιμέλεια: Δ.Α.
Add comment
Comments