
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) περιλαμβάνει τις δαπάνες των καταναλωτών, τις κυβερνητικές δαπάνες, τις καθαρές εξαγωγές (Εξαγωγές - εισαγωγές γαθών και υπηρεσιών) και τις συνολικές επενδύσεις. Χρησιμοποιείται για να καταδείξει την οικονομική υγεία μιας χώρας. Το ΑΕΠ μπορεί να προσαρμόζεται σε σχέση με τον πληθωρισμό και σε σχέση με τον πληθυσμό προκειμένου να μας παρέχει βαθύτερες πληροφορίες. Το πραγματικό ΑΕΠ λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ δεν τον λαμβάνει υπόψη.
Κύρια σημεία ενδιαφέροντος:
- Το ΑΕΠ βοηθά να μετρηθεί το μέγεθος της οικονομίας μιας χώρας και ο ρυθμός ανάπτυξής της.
- Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ συγκρίνει την ετήσια ή τριμηνιαία μεταβολή στην οικονομική παραγωγή μιας χώρας για να μετρήσει πόσο γρήγορα αναπτύσσεται η οικονομία.
- Το ΑΕΠ αυξάνεται όταν οι εξαγωγές μιας χώρας υπερβαίνουν τις εισαγωγές της.
- Ο πληθωρισμός δύναται να αυξηθεί καθώς το ΑΕΠ μεγενθύνεται λόγω της ενίσχυσης της ζήτησης ή της μείωσης της προσφοράς.
- Το ΑΕΠ είναι ένας καθοριστικός δείκτης της οικονομικής υγείας και της απόδοσης μιας χώρας.
Κατανόηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)
Ο υπολογισμός του ΑΕΠ μιας χώρας περιλαμβάνει όλη την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, τις κυβερνητικές δαπάνες, τις επενδύσεις, τις προσθήκες σε ιδιωτικά αποθέματα, το κόστος κατασκευής που έχει πληρωθεί και το ξένο εμπορικό ισοζύγιο. Οι εξαγωγές προστίθενται στην αξία και οι εισαγωγές αφαιρούνται.
Από όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το ΑΕΠ μιας χώρας, το ξένο εμπορικό ισοζύγιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Το ΑΕΠ μιας χώρας τείνει να αυξάνεται όταν η συνολική αξία αγαθών και υπηρεσιών που πωλούν οι εγχώριοι παραγωγοί σε ξένες χώρες υπερβαίνει τη συνολική αξία ξένων αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζουν οι εγχώριοι καταναλωτές. Όταν συμβαίνει κάτι ανάλογο, μια χώρα λέγεται ότι έχει εμπορικό πλεόνασμα.
Όταν συμβαίνει το αντίθετο - δηλαδή, όταν το ποσό που δαπανούν οι εγχώριοι καταναλωτές σε ξένα προϊόντα είναι μεγαλύτερο από το συνολικό ποσό που μπορούν να πουλήσουν οι εγχώριοι παραγωγοί σε ξένους καταναλωτές - αυτό ονομάζεται εμπορικό έλλειμμα. Σε αυτή την περίπτωση, το ΑΕΠ μιας χώρας τείνει να μειώνεται.
Το ΑΕΠ μπορεί να υπολογιστεί σε ονομαστική βάση ή σε πραγματική βάση, με την τελευταία να λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό. Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ είναι μια καλύτερη μέθοδος για την έκφραση της μακροχρόνιας εθνικής οικονομικής απόδοσης, καθώς υπολογίζεται σε σταθερό νόμισμα (Δολάριο/Ευρώ).
Ας υποθέσουμε ότι μια χώρα είχε ονομαστικό ΑΕΠ $100 δισ. το 2014. Μέχρι το 2024, το ονομαστικό της ΑΕΠ αυξήθηκε σε $150 δισ.. Οι τιμές επίσης αυξήθηκαν κατά 100% κατά την ίδια περίοδο. Σε αυτό το παράδειγμα, αν κοιτάξουμε μόνο το ονομαστικό ΑΕΠ, η οικονομία της χώρας φαίνεται να απέδωσε ικανοποιητικά.
Ωστόσο, το πραγματικό ΑΕΠ (εκφρασμένο σε δολάρια του έτους 2014) θα ήταν μόνο $75 δισ., αποκαλύπτοντας ότι στην πραγματικότητα συνέβη μια συνολική πτώση στην πραγματική οικονομική απόδοση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Τι μας λέει το ΑΕΠ;
Το ΑΕΠ μιας χώρας αντιπροσωπεύει την τελική αγοραία αξία όλων των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει μια χώρα σε έναν μόνο χρόνο. Μια άλλη μέθοδος για τη μέτρηση του ΑΕΠ είναι ως το άθροισμα τεσσάρων παραγόντων: δαπάνες καταναλωτών, δαπάνες κυβέρνησης, καθαρές εξαγωγές και συνολικές επενδύσεις.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΑΕΠ υπολογίζεται κάθε τρεις μήνες από το Γραφείο Οικονομικών Αναλύσεων (BEA). Το BEA κάνει τους υπολογισμούς του με βάση τις εκτιμήσεις τιμών, τα δεδομένα ερευνών και άλλες πληροφορίες που συλλέγονται από άλλες υπηρεσίες, όπως το Γραφείο Απογραφής, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, το Υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας.
Τύποι ΑΕΠ
Το ΑΕΠ μπορεί να αναφέρεται με διάφορους τρόπους, καθένας από τους οποίους παρέχει ελαφρώς διαφορετικές πληροφορίες.
Ονομαστικό ΑΕΠ
Το ονομαστικό ΑΕΠ είναι μια εκτίμηση της οικονομικής παραγωγής σε μια οικονομία που περιλαμβάνει τις τρέχουσες τιμές στον υπολογισμό του. Με άλλα λόγια, δεν αφαιρεί τον πληθωρισμό ή τον ρυθμό αύξησης των τιμών, γεγονός που μπορεί να φουσκώσει τους ρυθμούς της ανάπτυξής του.
Όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που υπολογίζονται στο ονομαστικό ΑΕΠ διατίθενται στις τιμές στις οποίες πωλούνται αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες για εκείνο το έτος. Το ονομαστικό ΑΕΠ αξιολογείται είτε στο τοπικό νόμισμα είτε σε δολάρια ΗΠΑ με τις ισοτιμίες της αγοράς νομισμάτων για να συγκριθούν τα ΑΕΠ των χωρών καθαρά σε χρηματοοικονομικούς όρους.
Το ονομαστικό ΑΕΠ χρησιμοποιείται όταν συγκρίνουμε διαφορετικά τρίμηνα παραγωγής εντός του ίδιου έτους. Όταν συγκρίνουμε το ΑΕΠ δύο ή περισσότερων ετών, χρησιμοποιείται το πραγματικό ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει γιατί, στην ουσία, η αφαίρεση της επιρροής του πληθωρισμού επιτρέπει τη σύγκριση των διαφόρων ετών να επικεντρωθεί αποκλειστικά στον όγκο των πωλήσεων και όχι στην αξία τους.
Πραγματικό ΑΕΠ
Το πραγματικό ΑΕΠ είναι ένα μέτρο προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό που αντικατοπτρίζει τον αριθμό των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από μια οικονομία σε μια δεδομένη χρονιά, με τις τιμές να παραμένουν σταθερές από έτος σε έτος για να ξεχωρίσουν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού ή του αποπληθωρισμού από τις μεταβολές της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών με την πάροδο του χρόνου. Δεδομένου ότι το ΑΕΠ βασίζεται στην χρηματική αξία αγαθών και υπηρεσιών, υπόκειται σε πληθωρισμό.
Η αύξηση των τιμών τείνει να αυξάνει το ΑΕΠ μιας χώρας, αλλά αυτό δεν αντανακλά απαραίτητα καμία αλλαγή στην ποσότητα ή την ποιότητα των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται. Έτσι, κοιτάζοντας μόνο το ονομαστικό ΑΕΠ μιας οικονομίας, μπορεί να είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν η αριθμητική τιμή έχει αυξηθεί λόγω πραγματικής επέκτασης της παραγωγής ή απλά επειδή οι τιμές αυξήθηκαν.
Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν μια διαδικασία προσαρμογής στον πληθωρισμό προκειμένου να υπολογίσουν το πραγματικό ΑΕΠ μιας οικονομίας. Προσαρμόζοντας την παραγωγή σε οποιαδήποτε δεδομένη χρονιά με τα επίπεδα τιμών που επικρατούσαν σε μια χρονιά αναφοράς (πχ 5 χρόνια πριν), που ονομάζεται έτος βάσης, οι οικονομολόγοι μπορούν να προσαρμόσουν την επίδραση του πληθωρισμού. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατή η σύγκριση του ΑΕΠ μιας χώρας από τη μία χρονιά στην άλλη και να διαπιστωθεί εάν υπήρξε πραγματική ανάπτυξη.
Το πραγματικό ΑΕΠ υπολογίζεται χρησιμοποιώντας έναν αποπληθωριστή τιμών ΑΕΠ, ο οποίος είναι η διαφορά στις τιμές μεταξύ της τρέχουσας χρονιάς και του έτους βάσης. Για παράδειγμα, εάν οι τιμές αυξήθηκαν κατά 5% από το έτος βάσης, τότε ο αποπληθωριστής θα είναι 1,05. Το ονομαστικό ΑΕΠ διαιρείται με αυτόν τον αποπληθωριστή, παράγοντας το πραγματικό ΑΕΠ. Το ονομαστικό ΑΕΠ είναι συνήθως υψηλότερο από το πραγματικό ΑΕΠ γιατί ο πληθωρισμός είναι συνήθως θετικός αριθμός.
Το πραγματικό ΑΕΠ λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στην αγοραία αξία και έτσι περιορίζει τη διαφορά μεταξύ των στοιχείων παραγωγής από έτος σε έτος. Εάν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του πραγματικού ΑΕΠ μιας χώρας και του ονομαστικού ΑΕΠ, αυτό μπορεί να είναι ένδειξη σημαντικού πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού στην οικονομία της.
ΑΕΠ κατά Κεφαλή
Το ΑΕΠ κατά κεφαλή είναι μια μέτρηση του ΑΕΠ ανά άτομο στον πληθυσμό μιας χώρας. Η ποσότητα της παραγωγής ή του εισοδήματος ανά άτομο σε μια οικονομία δύναται να υποδηλώνουν τη μέση παραγωγικότητα ή τα μέσο βιοτικό επίπεδο. Το ΑΕΠ ανά κεφαλή μπορεί να εκφραστεί σε ονομαστικούς, πραγματικούς (προσαρμοσμένους για πληθωρισμό) ή όρους αγοραστικής δύναμης (PPP).
Υπό μία βασική παραδοχή, το ΑΕΠ κατά κεφαλή δείχνει πόση οικονομική αξία παραγωγής μπορεί να αποδοθεί σε κάθε πολίτη. Αυτό μεταφράζεται επίσης σε ένα μέτρο συνολικού εθνικού πλούτου, καθώς η αγοραία αξία του ΑΕΠ κατά κεφαλή χρησιμεύει επίσης ως μέτρο ευημερίας.
Εάν το ΑΕΠ κατά κεφαλή μιας χώρας αυξάνεται με σταθερό επίπεδο πληθυσμού, για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα τεχνολογικής προόδου που παράγει περισσότερα με το ίδιο αριθμό πληθυσμού. Ορισμένες χώρες μπορεί να έχουν υψηλό ΑΕΠ κατά κεφαλή αλλά μικρό πληθυσμό, πράγμα που σημαίνει συνήθως ότι έχουν δημιουργήσει μια αυτοδύναμη οικονομία βασισμένη σε μια αφθονία ειδικών πόρων.
Ρυθμός Ανάπτυξης ΑΕΠ
Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ συγκρίνει την ετήσια (ή τριμηνιαία) μεταβολή στην οικονομική παραγωγή μιας χώρας για να μετρήσει πόσο γρήγορα αναπτύσσεται μια οικονομία. Συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό, και έχει ενδιαφέρον για τα υπουργεία οικονομικών των χωρών, καθώς η ανάπτυξη του ΑΕΠ θεωρείται ότι είναι στενά συνδεδεμένη με βασικούς στόχους πολιτικής όπως οι ρυθμοί πληθωρισμού και ανεργίας.
Εάν τα ποσοστά ανάπτυξης του ΑΕΠ επιταχυνθούν, μπορεί να είναι ένα σήμα ότι η οικονομία "υπερθερμαίνεται" και η κεντρική τράπεζα μπορεί να επιδιώξει την αύξηση των επιτοκίων. Αντίστροφα, οι κεντρικές τράπεζες όταν παρατηρούν ένα συρρικνούμενο (ή αρνητικό) ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ (δηλαδή, ύφεση) αυτό εκλαμβάνεται ως σήμα ότι τα επιτόκια θα πρέπει να μειωθούν και ότι η τόνωση της ζήτησης μπορεί να είναι απαραίτητη.
Αγοραστική Δύναμη του ΑΕΠ (PPP)
Οι οικονομολόγοι εξετάζουν το PPP για να δουν πώς το ΑΕΠ μιας χώρας συγκρίνεται συνήθως σε δολάρια χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που προσαρμόζει τις διαφορές στις τιμές και τις δαπάνες ζωής κάθε χώρας διευκολύοντας τις διακρατικές συγκρίσεις της πραγματικής παραγωγής, του πραγματικού εισοδήματος και των βιοτικών επιπέδων.
Μαθηματικός τύπος του ΑΕΠ
Το ΑΕΠ μπορεί να προσδιοριστεί μέσω τριών κύριων μεθόδων. Και οι τρεις μέθοδοι θα πρέπει να παράγουν τον ίδιο αριθμό όταν υπολογίζονται σωστά. Αυτές οι τρεις προσεγγίσεις συχνά ονομάζονται προσεγγίσεις δαπανών, παραγωγής και εισοδήματος.
Η Προσέγγιση Δαπανών
Η προσέγγιση δαπανών, γνωστή και ως προσέγγιση καταναλώσεων, υπολογίζει τις δαπάνες από τις διαφορετικές ομάδες που συμμετέχουν στην οικονομία. Το ΑΕΠ των Η.Π.Α. μετράται κυρίως με βάση την προσέγγιση δαπανών. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας τον παρακάτω τύπο:
ΑΕΠ=C+G+I+NX όπου: C=Κατανάλωση G=Δαπάνες κυβερνήσεως I=Επένδυση NX=Καθαρές εξαγωγές
Όλες αυτές οι δραστηριότητες συμβάλλουν στο ΑΕΠ μιας χώρας. Η κατανάλωση αναφέρεται σε ιδιωτικές δαπάνες κατανάλωσης ή δαπάνες των καταναλωτών. Οι καταναλωτές ξοδεύουν χρήματα για να αποκτήσουν αγαθά και υπηρεσίες, όπως ψώνια και κουρέματα. Οι δαπάνες των καταναλωτών αποτελούν το μεγαλύτερο συστατικό του ΑΕΠ, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από τα δύο τρίτα του ΑΕΠ των Η.Π.Α.
Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, επομένως, έχει πολύ σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη. Ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης δείχνει ότι οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν, ενώ ένα χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης αντικατοπτρίζει αβεβαιότητα για το μέλλον και μια απροθυμία να δαπανηθούν χρήματα.
Οι κυβερνητικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν τις δαπάνες κατανάλωσης της κυβέρνησης και τις ακαθάριστες επενδύσεις. Οι κυβερνήσεις δαπανούν χρήματα για εξοπλισμό, υποδομές και μισθούς. Οι κυβερνητικές δαπάνες μπορεί να γίνουν πιο σημαντικές σε σχέση με άλλα στοιχεία του ΑΕΠ μιας χώρας όταν οι δαπάνες των καταναλωτών και οι επενδύσεις των επιχειρήσεων μειωθούν απότομα. (Αυτό μπορεί να συμβεί μετά από μια ύφεση, για παράδειγμα.)
Η επένδυση αναφέρεται σε ιδιωτική εγχώρια επένδυση ή κεφαλαιουχικές δαπάνες. Οι επιχειρήσεις δαπανούν χρήματα για να επενδύσουν στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση μπορεί να αγοράσει μηχανήματα. Η επιχειρηματική επένδυση είναι ένα κρίσιμο συστατικό του ΑΕΠ, καθώς αυξάνει την παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας και ενισχύει τα επίπεδα απασχόλησης.
Ο τύπος των καθαρών εξαγωγών αφαιρεί τις συνολικές εισαγωγές από τις συνολικές εξαγωγές (NX = Εξαγωγές - Εισαγωγές). Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγει μια οικονομία και εξάγονται σε άλλες χώρες, μείον τις εισαγωγές που αγοράζονται από τους εγχώριους καταναλωτές, αντιπροσωπεύουν τις καθαρές εξαγωγές μιας χώρας.
Η Παραγωγή (Προσεγγίση Παραγωγής)
Η προσέγγιση παραγωγής είναι ουσιαστικά η αντίστροφη της προσέγγισης δαπανών. Αντί να μετράει το κόστος των εισροών που συμβάλλουν στη οικονομική δραστηριότητα, η προσέγγιση παραγωγής εκτιμά τη συνολική αξία της οικονομικής παραγωγής και αφαιρεί το κόστος των ενδιάμεσων αγαθών που καταναλώνονται στη διαδικασία (όπως υλικά και υπηρεσίες). Ενώ η προσέγγιση δαπανών προσδιορίζεται από το κόστος, η προσέγγιση παραγωγής κοιτάζει προς τα πίσω από την οπτική γωνία μιας ολοκληρωμένης οικονομικής δραστηριότητας.
Η Προσέγγιση του Εισοδήματος
Η προσέγγιση του εισοδήματος αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση λύση ανάμεσα στις άλλες δύο προσεγγίσεις για τον υπολογισμό του ΑΕΠ. Η προσέγγιση εισοδήματος υπολογίζει το εισόδημα που αποκτούν όλοι οι παράγοντες παραγωγής σε μία οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των μισθών που καταβάλλονται στην εργασία, του ενοικίου που κερδίζεται από τη γη, της απόδοσης κεφαλαίου με τη μορφή τόκων και των κερδών των επιχειρήσεων.
Η προσέγγιση εισοδήματος λαμβάνει υπόψη ορισμένες προσαρμογές για εκείνα τα στοιχεία που δεν θεωρούνται πληρωμές προς τους συντελεστές της παραγωγής. Για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένοι φόροι, όπως οι φόροι πωλήσεων και οι φόροι ακινήτων, που κατατάσσονται ως έμμεσοι επιχειρηματικοί φόροι.
Επιπλέον, η απόσβεση, η οποία είναι ουσία ένα απόθεμα που οι επιχειρήσεις κρατούν για να καλύψουν την αντικατάσταση του εξοπλισμού που φθείρεται με τη χρήση, προστίθεται επίσης στο εθνικό εισόδημα. Όλα αυτά μαζί συνιστούν το εισόδημα μιας χώρας.
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν Vs Ακαθάριστο Εθνικό Προίόν Vs Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα
Αν και το ΑΕΠ είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης, υπάρχουν και άλλοι τρόποι μέτρησης της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Ενώ το ΑΕΠ μετρά την οικονομική δραστηριότητα εντός των φυσικών συνόρων μιας χώρας (αν οι παραγωγοί είναι ντόπιοι ή ξένες οντότητες), το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι μια μέτρηση της συνολικής παραγωγής των ατόμων ή των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν εξαιρεί την εγχώρια παραγωγή από ξένους.
Το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα είναι μια άλλη μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Είναι το άθροισμα όλων των εισοδημάτων που αποκτούν οι πολίτες ή οι υπήκοοι μιας χώρας (ανεξαρτήτως αν η υποκείμενη οικονομική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα εγχωρίως ή στο εξωτερικό).
Προσαρμογές στο ΑΕΠ
Πολλές προσαρμογές μπορούν να γίνουν στο ΑΕΠ μιας χώρας για να βελτιωθεί η χρησιμότητα αυτού του δείκτη. Για τους οικονομολόγους, το ΑΕΠ μιας χώρας αποκαλύπτει το μέγεθος της οικονομίας, αλλά παρέχει λίγες πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο διαβίωσης σε αυτήν τη χώρα.
Ένα μέρος της αιτίας για αυτό, είναι ότι το μέγεθος του πληθυσμού και το κόστος ζωής δεν είναι σταθερά παγκοσμίως. Οι οικονομολόγοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον λόγο φόρων προς ΑΕΠ για να κατανοήσουν καλύτερα πώς τα έσοδα από φόρους μιας χώρας επηρεάζουν την οικονομία της και τους πολίτες της.
Για παράδειγμα, η σύγκριση του ονομαστικού ΑΕΠ της Κίνας με το ονομαστικό ΑΕΠ της Ιρλανδίας δεν θα προσφέρει πολλές σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την πραγματικότητα της ζωής σε αυτές τις χώρες, επειδή η Κίνα έχει περίπου 300 φορές τον πληθυσμό της Ιρλανδίας.
Για να βοηθηθούν στην επίλυση αυτού του προβλήματος, οι στατιστικολόγοι μερικές φορές συγκρίνουν το ΑΕΠ κατά κεφαλήν μεταξύ των διαφόρων χωρών. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν υπολογίζεται διαιρώντας το συνολικό ΑΕΠ μιας χώρας με τον πληθυσμό της, και αυτό το στοιχείο χρησιμοποιείται συχνά για να αξιολογηθεί το επίπεδο διαβίωσης στη χώρα. Παρ' όλα αυτά, η μέτρηση είναι ακόμα ελλιπής.
Ας υποθέσουμε ότι η Κίνα έχει ΑΕΠ κατά κεφαλήν $1.500, ενώ η Ιρλανδία έχει ΑΕΠ κατά κεφαλήν $15.000. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο μέσος Ιρλανδός ζει 10 φορές καλύτερα από τον μέσο Κινέζο. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος ζωής σε μια χώρα.
Η Αγοραστική δύναμη του ΑΕΠ, προσπαθεί να λύσει αυτό το πρόβλημα συγκρίνοντας πόσα αγαθά και υπηρεσίες μπορεί να αγοράσει μια μονάδα χρήματος προσαρμοσμένη σε συναλλαγματική ισοτιμία σε διαφορετικές χώρες - συγκρίνοντας την τιμή ενός είδους, ή ενός καλάθου ειδών, σε δύο χώρες μετά την προσαρμογή για τη νομισματική ισοτιμία.
Το πραγματικό ΑΕΠ κατά κεφαλή, προσαρμοσμένο στην αγοραστική του δύναμη, είναι μια εξαιρετικά επεξεργασμένο στατιστικό στοιχείο που μετράει το αληθινό εισόδημα, το οποίο είναι ένα σημαντικό στοιχείο ευημερίας. Ένας άνθρωπος στην Ιρλανδία μπορεί να κερδίζει 100.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ ένας άνθρωπος στην Κίνα μπορεί να κερδίζει 50.000 δολάρια τον χρόνο.
Σε ονομαστικούς όρους, ο εργαζόμενος στην Ιρλανδία είναι σε καλύτερη θέση. Αλλά αν το κόστος του φαγητού, των ρούχων και άλλων ειδών για ένα χρόνο είναι τρεις φορές περισσότερα στην Ιρλανδία απ’ ό,τι στην Κίνα, τότε ο εργαζόμενος στην Κίνα έχει υψηλότερο πραγματικό εισόδημα.
H Ιστορία του ΑΕΠ
Η έννοια του ΑΕΠ προτάθηκε για πρώτη φορά το 1937 σε μια έκθεση προς το Κογκρέσο των ΗΠΑ ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση, που σχεδιάστηκε και παρουσιάστηκε από έναν οικονομολόγο στο Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών (NBER), τον Σίμον Κούζνετς.
Την εποχή εκείνη, το κυρίαρχο σύστημα μέτρησης ήταν το Εθνικό Προϊόν. Μετά τη διάσκεψη του Μπρέντον Γουντς το 1944, το ΑΕΠ υιοθετήθηκε ευρέως ως το πρότυπο μέσο για τη μέτρηση των εθνικών οικονομιών. Ωστόσο, οι ΗΠΑ συνέχισαν να χρησιμοποιούν το Εθνικό Προϊόν ως επίσημη μέτρηση της οικονομικής ευημερίας έως το 1991, οπότε και μεταπήδησαν στο ΑΕΠ.
Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1950, ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι και πολιτικοί άρχισαν να αμφισβητούν το ΑΕΠ. Κάποιοι παρατήρησαν, για παράδειγμα, μια τάση να γίνεται αποδεκτό το ΑΕΠ ως απόλυτος δείκτης αποτυχίας ή επιτυχίας ενός έθνους, παρά την αποτυχία του να λογαριάσει την υγεία, την ευτυχία, την ανισότητα και άλλους παράγοντες που συντελούν στην δημόσια ευημερία. Με άλλα λόγια, αυτοί οι επικριτές επισήμαναν μια διάκριση μεταξύ οικονομικής προόδου και κοινωνικής προόδου.
Add comment
Comments