
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που πριν λίγες ώρες πέρασε στην προσωπική ανυπαρξία και την καλλιτεχνική αιωνιότητα, δεν ήταν ένας ακόμα Έλληνας τραγουδοποιός. Μύριζε πέρα ως πέρα Ελλάδα.
Ήταν η προσωποποίηση μιας χώρας και ενός λαού με τις αντιφάσεις του, τις απατηλές προσεγγίσεις του, την έξαρση της νιότης του, τη σοφία των χρόνων του.
Ένας μουσικός αφηγητής, που νότα και στίχος σε απόλυτο συν-υφασμό κάλυψαν τη φιλοδοξία της ταξιδιωτικής περιπλάνησης στον κόσμο αυτόν της αέναης αφήγησης αισθημάτων, εικόνων, ιδεών, αντιθέσεων.
Από την εποχή που η "μαμή σήκωσε το μανίκι, όσο περνούσε απ όξω η μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ", εκεί που ο πατέρας ο "Μπάτης" έτρωγε το "βρώμικο ψωμί", μέχρι το φορτηγό που τον έφερε στον κόσμο της αποκάλυψης και επιβράβευσης των ταλέντων, της ανάδειξης των "παράλογων" ποιητών, που τους στίχους του η χούντα τους θεωρούσε κρυφούς κωδικούς γιατί δεν τους καταλάβαινε.
Από την απατηλή αίσθηση της παντογνωσίας, που ουδείς μας δεν απέφυγε, στον "φόβο του αύριο", που αναδεικνύει την τελική άγνοια και στην παραδοχή ότι κανείς δεν "ξέρει τι να παίξει στα παιδιά" ζώντας "μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει σαν το ξύλινο ποδάρι τη γιαγιάς μας".
Οξύς και επικριτικός, καυστικός και κυνικός, ειρωνεύτηκε τα "παιδιά που ναι στο κόμμα", έτοιμος να γιαουρτώσει τον πονηρό πολιτευτή την ώρα που ρητορεύει.
Για να έρθει μετά το "Ολυμπιακό", η απόλυτη αναγνώριση, το "απόλυτο κενό". "Σχεδόν 45 ετών με μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρυσμα...εξόν..."
Πειραματίστηκε σε μουσικά μοτίβα, δεν δίστασε να κοιτάξει τους συμπολίτες του στα μάτια και να τους χαρακτηρίσει "κωλοέλληνες", μελαμψές φυλές, κοντοπόδαρες, εναποθέτοντας την ελπίδα των 5 αιώνων εθνικής δύσης, στους Πανέλληνες.
Κατηγορήθηκε για στροφή στον συντηρητισμό, στις τελευταίες συναυλίες τραγούδησε και Κώστα Γιαννίδη, μια συμφιλίωση με όσα με ορμή κάποτε απέρριψε σαν ανάγκη να θέσει ένα ανιστόρητο φράγμα ανάμεσα στο "παλιό και το "νέο".
Τι σοφία σου δίνει όμως ο χρόνος όταν δεν κατανοήσεις τελικά ότι δεν υπάρχουν φράγματα και ότι το νέο δεν είναι παρά η παράδοση της ίδιας σκυτάλης στον πιο ξεκούραστο αθλητή;
Ένας από τους τελευταίους των πολύ μεγάλων αποφάσισε να ταξιδέψει, να τον πάρει μακριά, να τον πάει στα πέρα μέρη, η Ελληνική θάλασσα και το Σαλονικιώτικο αγέρι.
Κσληνύχτα μικρέ μας πρίγκηπα. Είθε οι άγγελοι να σε συντροφεύσουν στο ταξίδι σου.
Γ.Δ.
Add comment
Comments