Απολαμβάνετε τη σύνταξη σας ή απλώς τα βγάζετε πέρα με δυσκολία; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα στην πολιτική συζήτηση, όχι μόνο στη Γερμανία, όπου το επίπεδο των συντάξεων από το 2031 και μετά αμφισβητείται επί του παρόντος.
Πίσω από αυτό το αιχμηρό ερώτημα κρύβονται, πάνω απ' όλα, σοβαρά διαρθρωτικά ζητήματα. Ποια βάρη μπορούμε εύλογα να φορτώσουμε στις μελλοντικές γενιές και ποιες υποσχέσεις μπορούμε να δώσουμε, με σχετική βεβαιότητα, στους συνταξιούχους σήμερα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι, υποθέτοντας σταθερή μετανάστευση, ο πληθυσμός στα κράτη μέλη της θα μειωθεί από τα σημερινά 451 εκατομμύρια σε περίπου 432 εκατομμύρια έως το 2070. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των ηλικιωμένων αυξάνεται ραγδαία. Ήδη, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού είναι 65 ετών και άνω. Αλλά αν ο αριθμός των ατόμων σε ηλικία εργασίας συρρικνωθεί, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να δημιουργούν τον πλούτο που χρηματοδοτεί έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό συνταξιούχων.
Οι Συντάξεις ως Παράγοντας Επιλογής
Για τις εταιρείες, το συνταξιοδοτικό σύστημα και το επίπεδο των εισφορών καθίστανται ολοένα και πιο σημαντικοί παράγοντες επιλογής της έδρας τους, καθώς το υψηλό κόστος κοινωνικής ασφάλισης ασκεί πίεση στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι υψηλής ποιότητας παροχές υγειονομικής περίθαλψης και ένα άνετο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μπορούν επίσης να προσελκύσουν ειδικευμένους εργαζόμενους από άλλα μέρη του κόσμου στην Ευρώπη.
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: το παλιό αναδιανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης, στο οποίο οι εισφορές των εργαζομένων μετακυλίονται απευθείας στους συνταξιούχους, έχει φτάσει στα όριά του. Ακόμα και σήμερα, στη Γερμανία και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, λίγο περισσότεροι από δύο εργαζόμενοι χρηματοδοτούν έναν συνταξιούχο. Αυτή η αναλογία θα επιδεινωθεί στο μέλλον.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός ως Μοχλός Χρηματοδότησης
Για να πληρώσουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, οι κυβερνήσεις καλύπτουν επομένως τα προκύπτοντα κενά με φορολογικά έσοδα. Στη Γερμανία, αυτή η επιδότηση ξεπέρασε ήδη τα €100 δις. φέτος και αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά σε πάνω από τα €150 δις. έως το 2040. Αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου έξι έως επτά τοις εκατό της οικονομικής παραγωγής, ένα ποσοστό που περιορίζει αισθητά το πεδίο εφαρμογής άλλων κυβερνητικών λειτουργιών. (Σ.Μ. στην Ελλάδα σήμερα το αντίστοιχο πόσο υπερβαίνει τα €17 δις)
Η Ιταλία δαπανά σήμερα τα περισσότερα για συντάξεις στην Ευρώπη, σχεδόν στο 16% του ΑΕΠ της (αντίστοιχο είναι το ποσοστό για την Ελλάδα). Ωστόσο, οι συντάξεις εκεί λειτουργούν συχνά ως "δίκτυ κοινωνικής ασφάλειας", για ολόκληρες οικογένειες, καθιστώντας τις περικοπές πολιτικά σχεδόν αδύνατες.
Η Ισπανία θεωρείται η χώρα όπου η ανάγκη για χρηματοδότηση (και επομένως η απαραίτητη φορολογική επιδότηση ή ο δανεισμός) θα αυξηθεί δραστικά - εν μέρει επειδή η Ισπανία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη. Απειλεί να ξεπεράσει την Ιταλία ως το "πιο ακριβό" σύστημα.
Ωστόσο, οι υψηλές φορολογικές επιδοτήσεις δεν θεωρούνται πρόβλημα παντού. Στην Αυστρία, είναι (εξακολουθούν να είναι) πολιτικά αποδεκτές. Η κοινωνία είναι περήφανη για τα υψηλά επίπεδα συντάξεων.
Αυτόματη Αναπτοσαρμογή Αντί Επιδοτήσεων
Η Σουηδία και τα κράτη της Βαλτικής έχουν συνειδητά επιλέξει μια διαφορετική προσέγγιση. Οι συντάξεις τους ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό μια απλή λογική: μόνο ό,τι εισπράττεται μπορεί να χορηγηθεί. Εάν τα έσοδα μειωθούν λόγω δημογραφικών αλλαγών, αυτό έχει αντίστοιχη επίδραση στις προσαρμογές των συντάξεων.
Το σύστημα δεν σωρεύει ελλείμματα και χρέη, όμως συνοδεύεται από κοινωνικά προβλήματα. Τα κράτη της Βαλτικής έχουν τα υψηλότερα ποσοστά σχετικής φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων στην Ευρώπη, επειδή οι συντάξεις δεν συμβαδίζουν με τους μισθούς και τις τιμές.
Ακόμα και η Σουηδία, που εδώ και καιρό χαρακτηρίζεται ως πρότυπο για την Ευρώπη, αναγκάστηκε να αυξήσει την εγγυημένη σύνταξη και το επίδομα στέγασης για να περιορίσει την αισθητή αύξηση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Η οικονομική βιωσιμότητα σε αυτά τα μοντέλα, επομένως, δεν έρχεται χωρίς κόστος. Συνοδεύεται από υψηλότερο κίνδυνο ατομικής ανασφάλειας.
Στο Δρόμο προς τη Συνταξιοδότηση στα 70
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα στην Ευρώπη είναι πολύπλοκα. Πολλές χώρες έχουν υβριδικά συστήματα που συνδυάζουν την αναδιανεμητική, την κεφαλαιοποιητική και την βασική εισοδηματική υποστήριξη. Εννέα κράτη μέλη της ΕΕ συνδέουν επί του παρόντος την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο του βίου - συμπεριλαμβανομένων της Δανίας, της Ολλανδίας, της Εσθονίας και της Σλοβακίας.
Στην Πορτογαλία, από το 2014, για κάθε έτος που αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, ο εργασιακός βίος παρατείνεται κατά περίπου οκτώ μήνες. Στην πράξη, αυτό έχει οδηγήσει στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στην Πορτογαλία στα 66 έτη και επτά μήνες. Ωστόσο, επειδή το προβλεπόμενο προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η ηλικία συνταξιοδότησης μειώθηκε επίσης ελαφρώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Λόγω αυτής της αυτόματης προσαρμογής, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι, μακροπρόθεσμα, η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης σε αρκετές χώρες θα μπορούσε να αυξηθεί σε περίπου 70 έτη ή και υψηλότερα.
Η δυσκολία αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης χωρίς αυτόματο μηχανισμό είναι εμφανής και όχι μόνο στη Γαλλία. Εκεί, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε πρόσφατα να αναστείλει την προγραμματισμένη σταδιακή αύξηση (από 62 σε 64) μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Και η Ελβετία δυσκολεύεται εξαιρετικά να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης πέρα από τον "μαγικό αριθμό" των 65 ετών. Τον Σεπτέμβριο του 2017, οι πολίτες απέρριψαν σε δημοψήφισμα πρόταση για αύξησή της στα 66 έτη. Το γεγονός ότι η Ελβετία λειτουργεί με μέγιστη σύνταξη μπορεί να συνέβαλε σε αυτήν την απόφαση.
Ολλανδία και Δανία: Η «Αρχή του Καπουτσίνο»
Η Δανία και η Ολλανδία αναφέρονται συχνά ως εναλλακτικές λύσεις στο σύστημα σύνταξης με διανεμητική εισφορά. Και οι δύο χώρες προσφέρουν μια βασική κρατική σύνταξη για όλους όσους έχουν ζήσει στη χώρα. Συνεπώς, αυτή η σύνταξη δεν βασίζεται σε εισφορές, αλλά χρηματοδοτείται μέσω φόρων. Αυτό διευρύνει τον κύκλο όσων συνεισφέρουν στο σύστημα, επειδή καμία επαγγελματική ομάδα δεν αποκλείεται αυτή καθαυτή.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν υποχρεούνται να συνεισφέρουν στο κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο. Στον ετήσιο Δείκτη Συντάξεων, το Αμερικανικό Ινστιτούτο CFA κατατάσσει την Ολλανδία και τη Δανία ως τις χώρες της ΕΕ με την πιο βιώσιμη χρηματοδότηση.
Οι συντάξεις που υπερβαίνουν τη βασική κοινωνική ασφάλιση χρηματοδοτούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου. Οι εργαζόμενοι συνεισφέρουν σε συλλογικά συνταξιοδοτικά ταμεία μέσω των εργοδοτών τους, τα οποία στη συνέχεια επενδύουν τα χρήματα στην αγορά. Διατίθενται επίσης ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα. Αυτά τα διάφορα επίπεδα έχουν χαρίσει στο συνταξιοδοτικό σύστημα το παρατσούκλι "αρχή του καπουτσίνο."
Αυτό έχει οδηγήσει σε περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικών ταμείων στην Ολλανδία που είναι υπερδιπλάσια από το μέγεθος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία εξαρτώνται από την απόδοση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ανατολική Ευρώπη: Το Αποτυχημένο Πείραμα
Μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος, αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αναζήτησαν εναλλακτικές λύσεις στα συστήματα αναδιανεμητικών συντάξεων. Η Πολωνία και η Ουγγαρία εισήγαγαν υποχρεωτικά, κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, στα οποία ένα μέρος των συνταξιοδοτικών εισφορών διοχετεύτηκε σε ιδιωτικά διαχειριζόμενα κεφάλαια.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και σε περιόδους πολιτικής έντασης, και οι δύο χώρες αντέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις μεταρρυθμίσεις: Τα συσσωρευμένα κεφάλαια μεταφέρθηκαν πίσω στο κρατικό σύστημα με νόμο, εν μέρει για τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών και τη μείωση του αναφερόμενου εθνικού χρέους.
Η Πολωνία διατήρησε ένα μικρό υπόλειμμα του λεγόμενου συστήματος OFE και συνεχίζει να διοχετεύει λίγο κάτω από το τρία τοις εκατό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σε ιδιωτικά κεφάλαια. Ωστόσο, η εμπειρία της περιοχής δείχνει ότι τα μεγάλα κεφαλαιακά αποθέματα, ακόμη και όταν διαχειρίζονται ιδιωτικά, είναι πολιτικά ευάλωτα σε περιόδους κρίσης και μπορούν να προκαλέσουν κυβερνητική παρέμβαση.
Ο κίνδυνος της φτώχειας αυξάνεται.
Στόχος των όποιων μεταρρυθμίσεων είναι να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος για το μέλλον. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πορεία που θα ακολουθηθεί, αναμένεται ότι οι μελλοντικές συντάξεις θα τείνουν να είναι χαμηλότερες σε σχέση με τους μισθούς, εκτός εάν οι άνθρωποι εργάζονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή εξασφαλίζουν ιδιωτικά τα προς το ζην.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ένα μέσο επίπεδο καθαρής αναπλήρωσης περίπου 61% για τους μέσους εργαζόμενους στην Ευρώπη. Κατά τη συνταξιοδότηση, αυτό σημαίνει ότι τα άτομα εισπράττουν ως σύνταξη περίπου ένα τρίτο λιγότερα από ό,τι κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις: Ενώ η Εσθονία, η Λιθουανία και η Ιρλανδία μερικές φορές πέφτουν κάτω από το 40%, χώρες όπως η Ολλανδία, η Πορτογαλία και η Τουρκία φτάνουν σε τιμές άνω του 90% (Σ.Μ. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο 100%)
Η Γερμανία, η Γαλλία και η Σουηδία βρίσκονται στο μεσαίο εύρος. Ωστόσο, τα επαγγελματικά και ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, καθώς και η ιδιοκατοίκηση, είναι ζωτικής σημασίας για το βιοτικό επίπεδο στα γηρατειά, γι' αυτό και οι χαμηλές κρατικές συντάξεις σε ορισμένες χώρες μπορούν να μετριαστούν μόνο με πρόσθετες αποταμιεύσεις.
Andreas Noll (Αναδημοσίευση από Deutsche Welle)
Επιμέλεια/Απόδοση: Ν.Χ.
Add comment
Comments