
Πλεόνασμα προϋπολογισμού έχουμε όταν τα έσοδα μιας επιχείρησης ή μιας κυβέρνησης υπερβαίνουν τα έξοδά της κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς.
Ισχυρή ανάπτυξη, υψηλά έσοδα από φόρους ή πωλήσεις και πτώση στις δαπάνες μπορούν όλα να οδηγήσουν σε πλεόνασμα προϋπολογισμού.
Το πλεόνασμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση έρευνας, νέων έργων ή υπάρχοντος χρέους.
Ωστόσο, ένα πλεόνασμα μπορεί να εμπεριέχει κινδύνους, καθώς οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο πιθανό να επενδύσουν όταν η οικονομία είναι ισχυρή.
Το αντίθετο ενός πλεονάσματος είναι ένας ελλειμματικός προϋπολογισμός, όταν δηλαδή τα έξοδα υπερβαίνουν τα έσοδα.
Πώς επηρεάζει το πλεόνασμα προϋπολογισμού την οικονομία
Ο όρος πλεόνασμα χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει τη χρηματοοικονομική κατάσταση μιας εταιρείας ή ενός κράτους.
Αυτές οι οντότητες συχνά εμφανίζουν πλεόνασμα όταν τα έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες ή όταν υπάρχουν μεταβολές στο οικονομικό κλίμα ή στον τρόπο που οι κυβερνήσεις ξοδεύουν τα χρήματα των φορολογουμένων.
Μια αύξηση φόρων μπορεί επίσης να οδηγήσει σε πλεόνασμα, εφόσον δεν αυξηθούν αναλογικά οι κρατικές δαπάνες.
Τα νοικοκυριά μπορούν να εμφανίζουν πλεονάσματα, αλλά αυτά τα πλεονάσματα συνήθως ονομάζονται αποταμιεύσεις.
Ένα πλεόνασμα υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση έχει επιπλέον πόρους, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλούς διαφορετικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων, της αποπληρωμής χρεών ή της δημιουργίας ενός "κουμπαρά" για τις μελλοντικές γενιές.
Ένα πλεόνασμα δείχνει ότι τα δημόσια οικονομικά διαχειρίζονται αποτελεσματικά. Μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα πλεόνασμα είναι οι κάτωθι:
- Μια εταιρεία μπορεί να εφαρμόσει το πλεόνασμά της στο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης (R&D) μιας νέας σειράς προϊόντων.
- Μια δημοτική αρχή μπορεί να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμά της για να κάνει βελτιώσεις, όπως την αναζωογόνηση ενός μεγάλου πάρκου.
- Τα κρατικά πλεονάσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση φόρων, την αύξηση πόρων προς συγκεκριμένους τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη.
- Η κυβέρνηση μιας χώρας μπορεί να κατευθύνει το πλεόνασμά της προς το δημόσιο χρέος, έτσι ώστε να μειώσει τα επιτόκια και να βοηθήσει την οικονομία.
Ένα πλεόνασμα μπορεί συχνά να εκληφθεί ως δείκτης μιας υγιούς οικονομίας αλλά δεν είναι απαραίτητο για μια κυβέρνηση να διατηρεί πλεόνασμα.
Οι Η.Π.Α. σπανίως είχαν πλεόνασμα εν τούτοις έχουν βιώσει μεγάλες περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ενώ λειτουργούσαν με ελλείμματα, που είναι το αντίθετο του πλεονάσματος.
Ένα έλλειμμα προκύπτει όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα φορολογικά έσοδα. Τότε το κράτος δανείζεται για να καλύψει το έλλειμμα πληρώνοντας τόκους.
Είναι το πλεόνασμα θετικό στοιχείο για την οικονομία;
Ένα πλεόνασμα θεωρείται γενικά θετικό στοιχείο, γιατί είναι ένας δείκτης ότι η κυβέρνηση έχει χρήματα που μπορούν να επανεπενδυθούν ή να δαπανηθούν για την εξόφληση χρεών.
Ένα μεγάλο πλεόνασμα μειώνει επίσης την ανάγκη δανεισμού μέσω εκδόσεων κρατικών ομολόγων. Αυτό θα μειώσει τα επιτόκια στη χώρα, επιτρέποντας στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις να δανείζονται χρήματα με χαμηλότερο κόστος.
Ωστόσο, εξαρτάται από το πόσο σοφά ξοδεύει η κυβέρνηση τα χρήματα. Εάν η κυβέρνηση έχει πλεόνασμα λόγω υψηλών φόρων ή μειωμένων δημόσιων υπηρεσιών, αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα απώλειες για την οικονομία στο σύνολό της.
Η Κευνσιανή οικονομική θεωρία προτείνει στα κράτη να λειτουργούν με πλεόνασμα σε περιόδους ευημερίας και με έλλειμμα κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης ή οικονομικής κρίσης.
Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποταμιεύει χρήματα όταν η οικονομία αναπτύσσεται και να ξοδεύει χρήματα παρέχοντας οικονομικά κίνητρα όταν η οικονομία βρίσκεται σε υφεσιακό περιβάλλον.
Ο Μίλτον Φρίντμαν θεωρούσε αρνητικό στοιχείο τα ελλείμματα της κυβέρνησης, ισχυριζόμενος πως ενθαρρύνουν την υπερβολική δαπάνη και ότι "η κρατική δαπάνη είναι ο πραγματικός φόρος".
Υποστήριξε ότι οι κυβερνητικές δαπάνες αντλούν πόρους από τον ιδιωτικό τομέα και ότι τα ελλείμματα χρηματοδοτούνται μέσω της μείωσης της ιδιωτικής επένδυσης, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων και μείωση της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης.
Ο Φρίντμαν σημείωσε επίσης ότι τα ελλείμματα που χρηματοδοτούνται με την εκτύπωση νέου χρήματος είναι άμεσα πληθωριστικά, αλλά αναγνώρισε μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ ελλειμμάτων και πληθωρισμού σε άλλες περιπτώσεις.
Οι συνέπειες των Ελλειμμάτων κατά τον Φρίντμαν:
Μειωμένη Ιδιωτική Επένδυση: Επειδή τα ελλείμματα απορροφούν ιδιωτικά κεφάλαια και αυξάνουν τα επιτόκια, καθιστούν δυσκολότερο και πιο ακριβό για τις επιχειρήσεις να δανειστούν χρήματα για νέες επενδύσεις.
Υψηλότεροι Φόροι: Μακροπρόθεσμα, μεγάλα ελλείμματα μπορεί να απαιτούν υψηλότερους φόρους για τη διαχείριση του συσσωρευμένου χρέους, κάτι που μπορεί να εμποδίσει περαιτέρω τη σχηματισμό κεφαλαίων και την ανάπτυξη.
Χαμηλότερο βιωτικό επίπεδο: Με την μείωση του σχηματισμού κεφαλαίων και της συνολικής ανάπτυξης, τα υπερβολικά ελλείμματα μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης.
Add comment
Comments